- προαγώνισμα
- το, -ατοςπρογύμναση, προεξάσκηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προαγώνισμα — previous contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγώνισμα — το, ΝΑ [προαγωνίζομαι] (στην αρχ. Αθήνα και σχετικά με τη διδασκαλία τών δραμάτων, ο προαγών νεοελλ. άσκηση, γύμναση που κάνει κανείς πριν από έναν αγώνα, προγύμναση … Dictionary of Greek
προαγωνισμάτων — προαγώνισμα previous contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)